εκβάλλω

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source

Greek Monolingual

(AM ἐκβάλλω)
1. ρίχνω, πετώ έξω, βγάζω με τη βία
2. αφήνω κάτι να βγει από μέσα μου, εκστομίζω, λέω
3. (για ποταμούς κ.λπ.) χύνομαι
4. διώχνω
μσν.
1. (για ρούχα, οπλισμό κ.λπ.) βγάζω από πάνω μου
2. θανατώνω κάποιον
3. (για σπαθί) τραβώ
4. (για νεκρούς) ξεθάβω
5. εξορύσσω
6. ξεπροβοδώ
7. ελευθερώνω
8. (για συναίσθημα) διώχνω
9. αφαιρώ
10. ξεχωρίζω, διαλέγω από ένα σύνολο
11. απομακρύνω
12. εκδίδω
13. εγκαθιστώ άρχοντα
14. βγαίνω
15. μέσ. (νομ.) αποκλείω τον ενάγοντα, καταργώ τη δίκη
αρχ.-μσν.
1. (για φτερά) μαδώ
2. (για δόντια) ξεριζώνω
αρχ.
1. παύω κάποιον από το αξίωμά του, του στερώ το προνόμιο
2. αποσπώ
3. (για δέντρα) ξεριζώνω
4. αφήνω κάτι να πέσει
5. ανατρέπω, καταφρονώ
6. αρνούμαι, απορρίπτω, αποκρούω
7. (για γυναίκα) αποβάλλω
8. (για φυτά) παράγω
9. ιατρ. εξαρθρώνω
10. (για παιδί) εκθέτω
11. (για πτώμα) αφήνω άταφο
12. (για σύζυγο) παίρνω διαζύγιο
13. (για γραμμή) επιμηκύνω
14. εκτείνω
15. (για πηγάδι) σκάβω
16. φεύγω για άλλον τόπο.