εκτροφή

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source

Greek Monolingual

ἐκτροφή, η (Α)
ανατροφή, μεγάλωμα
εκτροφή χοίρων»)
αρχ.
1. (για καρπούς) θρέψη («ἐκτροφὴ καρπῶν», Ιώσηπ.)
2. μτφ. επαύξηση («ἐκτροφὴ κακοδαιμονίας», Φιλόδ.).