ελαΐζω

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

ἐλαΐζω (Α)
1. καλλιεργώ ελιές
2. έχω το χρώμα της ελιάς.