ελαΐζω

From LSJ

αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble

Source

Greek Monolingual

ἐλαΐζω (Α)
1. καλλιεργώ ελιές
2. έχω το χρώμα της ελιάς.