ελαιόχρους
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
-oυν (AM ἐλαιόχρους [-οος], -ουν [-οον])
αυτός που έχει το χρώμα του λαδιού ή και της ελιάς, λαδής, λαδόχρωμος.