ελασίχθων
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
Greek Monolingual
ἐλασίχθων, ο (Α)
(επίθ. του Ποσειδώνος) αυτός που τραντάζει τη γη.
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
ἐλασίχθων, ο (Α)
(επίθ. του Ποσειδώνος) αυτός που τραντάζει τη γη.