ελελίσφακος

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἐλελίσφακος, ο και ἐλελίσφακον, το)
ονομασία φυτών του γένους Salvia, αλισφακιά.