ελικαυγής

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source

Greek Monolingual

ἑλικαυγής, -ές (Α)
αυτός που εκπέμπει ακτίνες ελικοειδείς.