ελικαυγής

From LSJ

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father

Source

Greek Monolingual

ἑλικαυγής, -ές (Α)
αυτός που εκπέμπει ακτίνες ελικοειδείς.