ελικογραφώ

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source

Greek Monolingual

ἑλικογραφῶ (-έω) (Α)
γράφω σε ελικοειδή γραφή.