Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
-α, -ο (για πτηνά, ζώα και φυτά)
1. αυτός που ζει ή αναπτύσσεται στα έλη
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ελόβια
τάξη τροπιδωτών πτηνών, καλοβάμονα (η μπεκάτσα, το λελέκι κ.ά.).