εμπεδόκαρπος
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Greek Monolingual
ἐμπεδόκαρπος, -ον (Α)
(για δέντρα, φυτά) αυτός που αποφέρει συνεχώς καρπό.
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
ἐμπεδόκαρπος, -ον (Α)
(για δέντρα, φυτά) αυτός που αποφέρει συνεχώς καρπό.