οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
ἐμπεδόκαρπος, -ον (Α)(για δέντρα, φυτά) αυτός που αποφέρει συνεχώς καρπό.