Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εμπρηστής

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

ο (Α ἐμπρηστής)
νεοελλ.
1. αυτός που βάζει φωτιά για να βλάψει άλλους ή να εξαπατήσει για δικό του όφελος
2. αυτός που παροξύνει, συδαυλίζει τα πάθη
αρχ.
αυτός που βάζει φωτιά.