ενδιαίτημα
From LSJ
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
Greek Monolingual
το (Α ἐνδιαίτημα)
κατοικία, τόπος διαμονής
νεοελλ.
«τα ενδιαιτήματα» — τα διαμερίσματα του πλοίου που προορίζονται για τους βαθμοφόρους.