ενδυνάμωμα

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source

Greek Monolingual

το
1. ενίσχυση
2. το μέσο με το οποίο επιτυγχάνεται η ενίσχυση.