ενεδρευτής
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
Greek Monolingual
ο (AM ἐνεδρευτής)
αυτός που ενεδρεύει, που μετέχει σε ενέδρα («ενεδρευτής στρατιώτης»)
νεοελλ.
γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών καραβιιδών.