ενέδρα
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
Greek Monolingual
η (AM ἐνέδρα)
1. παραφύλαξη, καρτέρι («ἅμα δὲ τοῖς πολεμίοις ἐνέδραι κατασκευάζονται», Ξεν.)
2. απάτη, επιβουλή («δόλου καὶ ἐνέδρας πλήρης», Πλάτ.)
αρχ.
1. θέση, τοποθέτηση σ' ένα τόπο («τῶν δὲ ναρθήκων τὰς ἐνέδρας φυλάττεσθαι», Ιπποκρ.)
2. τα πρόσωπα που ενεδρεύουν
3. στάση σε τόπο ή για ένα χρονικό διάστημα, χρονοτριβή.
Translations
ambush
Apache Western Apache: yidáh nehedzaa; Armenian: հարձակում դարանից; Azerbaijani: pusqu; Belarusian: засада; Catalan: emboscada; Chinese Mandarin: 遇袭, 偷袭; Dutch: hinderlaag; Greek: ενέδρα, καρτέρι, χωσιά; Ancient Greek: αἴνιγμα, δόκος, ἔγκρυμμα, ἔνδοκος, ἐνέδρα, ἐνεδρεύτειρα, ἐνέδρη, ἔνεδρον, λόχος, προδοκή; Esperanto: embusko; Finnish: väijytys, ylläkkö, yllätyshyökkäys, tuliylläkkö; French: embuscade; German: Hinterhalt; Hungarian: csapda, orvtámadás; Italian: imboscata; Korean: 매복; Macedonian: заседа; Maori: urumaranga; Mongolian: отолт; Old English: sǣt; Ottoman Turkish: پوصو; Polish: zasadzka; Portuguese: emboscada; Romanian: ambuscadă; Russian: засада; Spanish: emboscada; Tarifit: anday; Turkish: pusu; Ukrainian: засідка, засада, підсі́дка