ενθρόνιση
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
και ενθρονίαοη, η (Μ ἐνθρόνισις) ενθρονίζω
ενθρονισμός, εγκαινίαση («ενθρόνιση αρχιερέα»
«παραγενέσθαι εἰς τὴν τοῦ ναοῦ ἐνθρονίασιν», Ιω. Δαμασκ.).