εννεαετής

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

-ές (AM ἐννεαετής, -ές)
αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια εννέα ετών.