εξακολουθητικός
From LSJ
ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν → learn a man's heart, learn a man's inward nature
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που γίνεται συνεχώς, ακατάπαυστος («εξακολουθητική προσπάθεια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξακολουθώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Νικ. Κοντοπούλου].