εξακολουθητικός
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που γίνεται συνεχώς, ακατάπαυστος («εξακολουθητική προσπάθεια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξακολουθώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Νικ. Κοντοπούλου].