εξακολουθητικός
From LSJ
γῆ καὶ ὕδωρ πάντ' ἔσθ' ὅσα γίνοντ' ἠδὲ φύονται → earth and water are everything that comes into being and grows, all things that come into being or sprout are earth and water
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που γίνεται συνεχώς, ακατάπαυστος («εξακολουθητική προσπάθεια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξακολουθώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Νικ. Κοντοπούλου].