εξιδανίκευση
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
Greek Monolingual
η εξιδανικεύω
η απόδοση σε πρόσωπο ή πράγμα τών χαρακτηριστικών του ιδανικού.
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
η εξιδανικεύω
η απόδοση σε πρόσωπο ή πράγμα τών χαρακτηριστικών του ιδανικού.