εξιλαστικός
From LSJ
κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐξιλαστικός, -ή, -όν) εξίλασις
εξιλαστήριος.
κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky
-ή, -ό (Α ἐξιλαστικός, -ή, -όν) εξίλασις
εξιλαστήριος.