εξιλαστήριος

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐξιλαστήριος, -ον)
αυτός που προσφέρεται για εξιλασμό («εξιλαστήριοι προσφοραί»)
νεοελλ.
φρ. «εξιλαστήριο θύμα» — κάποιος τελείως ή σχεδόν αθώος, ο οποίος τιμωρείται ή μειώνεται για να κατασιγάσει την οργή τών πολλών ή τών ισχυρών, χωρίς να τιμωρηθούν οι πραγματικοί ένοχοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αμάρτυρος τ. ιλαστήρ (ιλάσκομαι)].