εξόριση

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐξόρισις) εξορίζω
η επιβολή της εξορίας ως τιμωρίας
μσν.
(για πρόσφυγες) τόπος καταφυγής.