εξύβριση
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Greek Monolingual
η
η προσβολή της τιμής κάποιου με υβριστικά λόγια («λόγῳ εξύβρισις») ή με χειρονομίες, χειροδικία και άλλες ενέργειες («έργῳ ἐξύβρισις»).