χειροδικία

From LSJ

Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch

Menander, Monostichoi, 464

Greek Monolingual

η, Ν
1. το να τιμωρεί κανείς με τα ίδια του τα χέρια αυτόν που τον αδίκησε
2. το να δέρνει κανείς έναν άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. χειροδίκης. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς].