επίδασυς

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source

Greek Monolingual

ἐπίδασυς, -εια, -υ (Α) δασύς
ο λίγο δασύς ή πυκνός.