επίσκυρος

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Greek Monolingual

ἐπίσκυρος, ὁ (Α)
1. παιχνίδι δύο αντίπαλων ομάδων με μπάλα
2. άρχοντας, κυβερνήτης.