επίστεγος
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
Greek Monolingual
-η, -ο
1. τοποθετημένος πάνω στη στέγη
2. το ουδ. ως ουσ. το επίστεγο
το κάσσαρο, το πρυμναίο τμήμα τών παλαιών ιστιοφόρων, στεγασμένο με ελαφρό κατάστρωμα, όπου στεκόταν ο κυβερνήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -στεγος (< στέγη)].