επαναστάτης
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
Greek Monolingual
ο (θηλ. επαναστάτρια) επανίσταμαι
1. αυτός που επαναστατεί, που συμμετέχει σε επανάσταση
2. αυτός που υποστηρίζει και ακολουθεί επαναστατικές ιδέες, ριζικές μεταβολές
3. (ειδ.) μέλος επαναστικής οργανώσεως
4. αυτός που δείχνει τάσεις απειθαρχίας, απείθαρχος, ανυπάκουος.