επανερωτώ

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source

Greek Monolingual

(Α ἐπανερωτῶ, -άω)
ξαναρωτώ, ρωτώ πάλι για κάτι ή για κάποιον.