επιβαρυντικός

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που αυξάνει το βάρος
2. αυτός που προκαλεί επιδείνωση («επιβαρυντικά στοιχεία»)
3. (για αρρώστια) αυτός που παρουσιάζει επιδείνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].