επιβαρυντικός

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που αυξάνει το βάρος
2. αυτός που προκαλεί επιδείνωση («επιβαρυντικά στοιχεία»)
3. (για αρρώστια) αυτός που παρουσιάζει επιδείνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].