επιβαρυντικός

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που αυξάνει το βάρος
2. αυτός που προκαλεί επιδείνωση («επιβαρυντικά στοιχεία»)
3. (για αρρώστια) αυτός που παρουσιάζει επιδείνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].