Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
ἐπιβιβρώσκω (Α)κατατρώγω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βιβρώσκω «τρώγω»].