ἐπιβιβρώσκω
From LSJ
English (LSJ)
eat with a thing, ἐπὶ δὲ γλυκὺ κηρίον ἔβρως (aor. 2) Call.Jov.49; ἐπιβεβρωμένος eaten off at the top, Gal.14.74; -βρωθέντα eaten afterwards, Dsc.Eup.2.140.
German (Pape)
[Seite 929] (s. βιβρώσκω), dazu essen, in tmesi, Callim. Iov. 49. (s. βιβρώσκω), noch dazu essen, Galen. Als Tmesis rechnet man Callim. Iov. 49 hierher.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβιβρώσκω: τρώγω τι μετ’ ἄλλο, ἐπὶ δὲ γλυκὺ κηρίον ἔβρως (ἀόρ. β') Καλλ. εἰς Δία 49: - μετοχ. παθ. πρκμ. ἐπιβεβρωμένος, τῆς πόας ἐπιβεβρωμένης… ὑπὸ τῶν καμήλων Γαλην. τ. 14. σ. 74, 10.
Greek Monolingual
ἐπιβιβρώσκω (Α)
κατατρώγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βιβρώσκω «τρώγω»].