επιθρύπτω

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source

Greek Monolingual

ἐπιθρύπτω (Α)
1. (μτβτ.) παραλύω, αμβλύνω, εξασθενίζω κάτι
2. μέσ. ἐκθρύπτομαι
εκθηλύνομαι
3. παθ. κάνω νάζια, τσακίσματα
3. σπάζω, συντρίβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θρύπτω «θραύω, συντρίβω»].