επινοητικότητα
From LSJ
Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch
Greek Monolingual
η
η ιδιότητα του επινοητικού, η εφευρετικότητα, η εφευρετική ικανότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επινοητικός. Η λ. στον λόγιο τ. επινοητικότης μαρτυρείται από το 1880 στον Χρήστο Παπαδόπουλο].