επιστολογραφία
From LSJ
Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.
Greek Monolingual
η
1. η αλληλογραφία, η επικοινωνία με επιστολές
2. η τέχνη της συγγραφής επιστολών
3. βιβλίο που περιέχει υποδείγματα επιστολών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολογράφος + επίθημα -ια. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].