επιστολογράφος
From LSJ
λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings
Greek Monolingual
ο, η (AM ἐπιστολογράφος)
ο γραμματέας που γράφει επιστολές
νεοελλ.
1. ο συντάκτης επιστολής
2. ο ικανός να γράφει επιστολές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολή + -γράφος (< γράφω)].