επιτυχημένα

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

Greek Monolingual

και πιτυχημένα και πετυχημένα επίρρ.
επιτυχώς, με επιτυχία.