επιχαιρέκακος
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπιχαιρέκακος, -ον)
αυτός που χαίρεται για τις συμφορές τών άλλων.
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
-η, -ο (AM ἐπιχαιρέκακος, -ον)
αυτός που χαίρεται για τις συμφορές τών άλλων.