επιχειρηματίας
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
Greek Monolingual
ο επιχείρημα
1. αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με επιχείρηση εμπορική, βιοτεχνική, βιομηχανική κ.λπ., ιδιοκτήτης και διευθυντής επιχειρήσεως
2. εκείνος που χρησιμοποιεί πειστικά επιχειρήματα στις συζητήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1821 στον Αδ. Κοραή].