επταετής

From LSJ

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source

Greek Monolingual

-ές (AM ἑπταετής, -ές, Α και ἑπταετής, ἑπταέτις, ἑπταετές)
1. ηλικίας επτά ετών
2. διάρκειας επτά ετών
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) ἑπταετές
επί επτά έτη, για επτά ολόκληρα χρόνια.