εργένης

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. εργένισσα
άγαμος ή χωρισμένος που ζει μόνος του χωρίς οικογένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ergen].