ερινεόν

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

Greek Monolingual

το και ερινεός και ερινός και αρινός, ο (AM ἐρινεόν, Α και ἐρινόν) ερινεός
ο καρπός της αγριοσυκιάς, το αγριόσυκο («εἰσδύεται εἰς τὰ τῶν συκῶν ἐρινεά», Αριστοτ.).