εριόξυλον

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487

Greek Monolingual

ἐριόξυλον, τὸ (Α)
το φυτό του βαμβακιού, η βαμβακιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έριο(-ν) + ξύλον.