ερυθρωπός

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που έχει χρώμα που αποκλίνει προς το ερυθρό, ο κοκκινωπός («ακτίνες ερυθρωπού φωτός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -ωπός].