κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs
-η, -ο (Μ ἐρωτόληπτος, -ον)1. αυτός που έχει καταληφθεί από έρωτα, ερωτοχτυπημένος2. ο ερωτύλος, ο επιρρεπής στις ερωτικές περιπέτειες.[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + -ληπτος < λαμβάνω.